- ευγενή αέρια
- Ομάδα αδρανών χημικών στοιχείων, τα οποία δεν αντιδρούν με κανένα στοιχείο. Είναι τα: ήλιο, νέον, αργό, κρυπτό, ξένο, ραδόνιο. Βλ. λ. αέρια, ευγενή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αέρια, ευγενή — Αέρια που έχουν συμπληρωμένη την εξωτερική ηλεκτρονική τους στιβάδα (δύο ηλεκτρόνια το ήλιο και οκτώ τα υπόλοιπα) και γι’ αυτό τον λόγο δεν έχουν την τάση ούτε να αποβάλλουν ούτε να προσλαμβάνουν ηλεκτρόνια, με αποτέλεσμα να είναι χημικά αδρανή,… … Dictionary of Greek
αδρανή αέρια — Βλ. λ. αέρια ευγενή … Dictionary of Greek
Στοιχεία — Ουσίες με ομογενή ατομική σύσταση, που αντιπροσωπεύουν τα τελικά όρια στα οποία όλα τα υλικά σώματα μπορούν να υποδιαιρεθούν με χημικά μέσα. Στα σ., στην ελεύθερη κατάσταση τους (μη ενωμένα) τα άτομα συνενώνονται σε μόρια που αποτελούνται από 2… … Dictionary of Greek
ευγενής — ές (ΑΜ εὐγενής, ές, Α εὐηγενής, ὲς και ἠϋγενής, ές) 1. αυτός που κατάγεται από καλή, αρχοντική γενιά 2. (για ζώα) αυτός που προέρχεται από καλή ράτσα («εὐγενὴς λέων», Αισχύλ.) 3. (για φυτά) εκλεκτής ποιότητας («εὐγενεῑς κλάδοι», Αιλ.) 4. φρ.… … Dictionary of Greek
κρυπτό — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Kr. Ανήκει στην ομάδα μηδέν του περιοδικού συστήματος (ομάδα των ευγενών αερίων), έχει ατομικό αριθμό 36 και ατομική μάζα 83,80. Είναι άχρωμο, άοσμο και άγευστο αέριο. Έχει έξι σταθερά ισότοπα και βρίσκεται στον αέρα,… … Dictionary of Greek
μόριο — Από αυστηρά χημική έννοια είναι το ελάχιστο σωματίδιο μιας ένωσης που εμφανίζει όλες τις ιδιότητές της· υπό γενικότερη όμως έννοια, είναι η ένωση περισσότερων ατόμων, που συνιστούν μια σταθερή και καθορισμένη δομή. Με την έννοια αυτή, ως μ.… … Dictionary of Greek
αέρας — Όρος με πολλές ερμηνείες και χρήσεις. Ο άνεμος που δεν είναι πολύ δυνατός. Τo κλίμα ενός τόπου και μεταφορικά το ψυχολογικό κλίμα. Η εξωτερική εμφάνιση, το ύφος, το παρουσιαστικό. Η τόλμη, η αλαζονεία, η αυθάδεια. Έκφραση της ψυχικής διάθεσης. Η… … Dictionary of Greek
ατμόσφαιρα — Αεριώδης μάζα που περιβάλλει τη Γη και επιτρέπει τη ζωή του ανθρώπου και όλων των άλλων οργανισμών του ζωικού και του φυτικού βασιλείου. Τα φαινόμενα που συμβαίνουν μέσα στην α., εκτός του ότι συμβάλλουν στη γεωλογική εξέλιξη του πλανήτη,… … Dictionary of Greek
ξένο — Χημικό στοιχείο, αέριο, με σύμβολο Xe. Ανήκει στη μηδενική ομάδα του περιοδικού συστήματος, όπως και τα άλλα ευγενή αέρια (ήλιο, νέο, αργό, κρυπτό και ραδόνιο). Έχει ατομικό αριθμό 54 και ατομικό βάρος 131,3. Ελάχιστα ίχνη του (αναλογία 0,000009% … Dictionary of Greek
αργό — Χημικό στοιχείο, που ανήκει στην ομάδα των ευγενών αερίων. Έχει σύμβολο Ar, ατομικό αριθμό 18 και ατομικό βάρος 39,944· λιώνει στους 189,4°C και βράζει στους 185,4°C κάτω από πίεση μίας ατμόσφαιρας. Ο Χένρι Κάβεντις, μελετώντας τον αέρα το 1785,… … Dictionary of Greek